- ανθεριξ
- ἀνθέριξ-ῐκος ὅ1) ость колоса или колос Hom., Hes.2) стебель Her., Theocr.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ανθέριξ — ἀνθέριξ, ο (Α) [αθήρ] η άκρη του σταχιού των δημητριακών, ο αθέρας 2. το ίδιο το στάχι 3. ο ανθέρικος … Dictionary of Greek
ἀνθέριξ — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθερικῶν — ἀνθέριξ fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθερίκεσσι — ἀνθέριξ masc dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθερίκων — ἀνθέριξ masc gen pl ἀνθέρικος flowering stem of asphodel masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθέρικα — ἀνθέριξ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθέρικας — ἀνθέριξ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθέρικες — ἀνθέριξ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθέρικι — ἀνθέριξ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθέρικος — ἀνθέριξ masc gen sg ἀνθέρικος flowering stem of asphodel masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθέριξιν — ἀνθέριξ masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)